Παραστασιολογία

Οι «Ορνιθες», ως παραστάσιμο έργο στην ελληνική σκηνή, μπορούν να χωριστούν σε τρεις χρονικές περιόδους: στην πρώτη, από το 1900 ως το 1970, παρόλο που είναι η χρονικά μεγαλύτερη, μαρτυρεί λίγες σκηνικές αναγνώσεις της κωμωδίας, με κυριότερες την παράσταση του Σπύρου Μελά, του Αλέξη Σολομού στο Εθνικό και, χωρίς αμφιβολία, τη σημαντικότερη, θα έλεγα, για το διεθνές πλαίσιο αριστοφανικών ερμηνειών, τους «Ορνιθες» του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν, με μεταφραστή τον Βασίλη Ρώτα, με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη και χορογραφίες της Ζουζούς Νικολούδη. Από το 1971 ως το 1990 έχουμε έναν καταιγισμό παραστάσεων Κρατικών, Δημοτικών και Ιδιωτικών θιάσων, με μεγάλη, μέτρια ή κακή σκηνοθεσία, στο πλαίσιο της αριστοφανικής έκρηξης για τουριστικούς και εισπρακτικούς λόγους, με προσέλευση ποικίλου κοινού, κυρίως σε ανοιχτούς χώρους της επαρχίας. Από το 1991 ως σήμερα οι παραστάσεις των «Ορνίθων», ανάμεσά τους και ανανεωμένες της σκηνοθεσίας του Κουν από τους διαδόχους του, απέδειξαν, προς το παρόν, ότι πρυτανεύουν δύο σκεπτικά: από μαθητές του Κουν να μένουν πιστοί στη σχολή του λαϊκού εξπρεσσιονισμού, άρα να βαδίζουν στα χνάρια εκείνου ή να αποστασιοποιούνται κάποιοι άλλοι για να εφεύρουν μια άλλη αισθητική, άλλοτε νατουραλιστική, άλλοτε υπερρεαλιστική.